φραγκισκανοί

φραγκισκανοί
οι, Ν
εκκλ. μοναχικό τάγμα τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που ιδρύθηκε από τον Αγιο Φραγκίσκο τής Ασίζης στις αρχές τού 13ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. franciscan(s) < μσν. λατ. Franciscus «Φραγκίσκος (τής Ασίζης)» + κατάλ. -an].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κομποσκοίνι — και κομποσχοίνι και κομβοσχοίνι(ον), το (Μ κομβοσχοίνιον και κομποσκοίνι) 1. μάλλινο σχοινί με εκατό κόμπους, συνήθως, το οποίο χρησιμοποιούν οι μοναχοί στις προσευχές τους μετρώντας τους κόμπους και λέγοντας αντίστοιχα μια ευχή 2. όμοιο μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • λάζαρος — I (; – 1368). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1334 68). Διαδέχθηκε τον Αθανάσιο Γ’ και αγωνίστηκε μαζί με την Αγιοταφική Αδελφότητα για τη διατήρηση της ελληνικής κυριότητας στα προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ. Την περίοδο της πατριαρχίας του εγκαταστάθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… …   Dictionary of Greek

  • Καλιφόρνια — I (California). Πολιτεία (411.047 τ. χλμ., 35.116.033 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, πρώτη σε πληθυσμό και τρίτη σε έκταση μετά την Αλάσκα και το Τέξας. Συνορεύει με τις πολιτείες Όρεγκον στα Β, Νεβάδα στα Α, Αριζόνα στα… …   Dictionary of Greek

  • Ναζαρέτ — (Nazerat). Πόλη (63.800 κάτ. το 2003) του Ισραήλ, πρωτεύουσα του διοικητικού διαμερίσματος Χαζαφόν (3.325 τ. χλμ., 1.001.849 κάτ. το 1997). Ταυτίζεται με την ιστορική περιοχή της Γαλιλαίας και βρίσκεται σε μια λοφώδη ζώνη περίπου 30 χλμ. στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Νικαράγουα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β με την Oνδούρα, Ν με την Kόστα Pίκα και βρέχεται Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό, και Α από τη Θάλασσα των Aντιλλών.H Ν. είναι το πιο εκτεταμένο και λιγότερο πυκνοκατοικημένο κράτος της κεντρικής Αμερικής. H… …   Dictionary of Greek

  • Όκαμ, Γουλιέλμος του- — (William of Ockham, ‘Οκαμ, Σάρεΰ περ. 1290 – περ. 1350). Άγγλος φιλόσοφος και θεολόγος. Φραγκισκανός μοναχός, σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου, από το 1318 έως το 1324, έγραψε τα περισσότερα θεολογικά και φιλοσοφικά συγγράματά του (Super artem veterem …   Dictionary of Greek

  • Ούγος του Αγίου Βίκτορα — (Σαξονία περ. 1096 – Παρίσι 1141). Γερμανός θεολόγος. Εισήλθε περίπου το 1115 1118 στο μεγάλο εκείνο κέντρο μυστικιστικής σκέψης του 12ου αι., που ήταν το παρισινό αβαείο των μοναχών του Αγίου Βίκτωρα, όπου υπήρξε μαθητής του Γουλιέλμου του Σαμπώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”